- Σερουίου
- Σερουΐου , Σερούϊοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συμμορία — η, ΝΑ [σύμμορος] (στην αρχ. Αθήνα) καθεμιά από τις ομάδες στις οποίες ήταν χωρισμένοι οι πλούσιοι Αθηναίοι για την ευκολότερη είσπραξη φόρων, την ανάθεση τής εκπλήρωσης ορισμένης ανάγκης αλλά και τής επίτευξης ενός συγκεκριμένου πολεμικού σκοπού… … Dictionary of Greek